- γναμπτόν
- γναμπτόςcurvedmasc acc sgγναμπτόςcurvedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АПИУМ — • Apĭum, σέλινον, собственно «пчелиная трава» (отсюда и название), сельдерей, растение, встречающееся во многих разновидностях; корни его употреблялись древними в пищу, а пахучие (Theocr. 3, 23) листья этого гибкого растения (отсюда… … Реальный словарь классических древностей
γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») … Dictionary of Greek